ίσο

ίσο
το
1. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής που σημαίνει επανάληψη του ίδιου φθόγγου.
2. κάθε φθόγγος που επαναλαμβάνεται: Ο ψάλτης δεν έχει κανένα για να του κρατάει το ίσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίσο — το βλ. ίσος …   Dictionary of Greek

  • ισο- — (από το ίσος), α’ συνθετ. λέξεων που προσδίδει στο β’ συνθετ. την έννοια του ίσου, του όμοιου κτλ.: Iσοδύναμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Изо — (ίσο равный) в соединениях с другими словами обозначает одинаковое, равное по значению или по форме …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • γραμμοϊσοδύναμο — (g eq).Ποσότητα ύλης εκφρασμένης σε γρ. που αντιστοιχεί στο χημικό ισοδύναμο ενός στοιχείου ή ενός ιόντος. Για παράδειγμα, το γ. του δισθενούς ιόντος του χαλκού είναι: 63,5:2 = 31,75 γρ. Στην περίπτωση των μονοσθενών ιόντων, το 1 γ., θα είναι ίσο …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”